- συμφωνεῖς
- συμφωνέωsound togetherpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)συμφωνέωsound togetherpres ind act 2nd sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευτυχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς 1. ο καλότυχος, ο καλόμοιρος, ο ευτυχισμένος: Ευτυχής ο πατέρας των καλώνπαιδιών. 2. πάρα πολύ ευχαριστημένος: Είμαιευτυχής που συμφωνείς μαζί μου. 3. ευδαίμονας, μακάριος, καλότυχος: Έζησε ευτυχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)